Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Ένας χρόνος χωρίς το David Bowie


Πέρασε ένα έτος και ένδεκα μέρες από την επιβίβαση του «αστεράνθρωπου» στο διαστημόπλοιο που τον έφερε στον αξιοθρήνητο πλανήτη μας πριν από εβδομήντα χρόνια δίνοντάς του χρώμα, λάμψη και αστερόσκονη!

Σύμφωνοι, το περασμένο έτος έφυγαν πολλοί και σημαντικοί. Προσωπικά, όμως, μιλώντας η μεγαλύτερη απώλεια, στο χώρο των τεχνών, εκτιμώ πως ήταν εκείνη του David Bowie. Έχουν γραφτεί πάμπολλα που το εξηγούν, οπότε δεν βρίσκω το λόγο γιατί να σε ζαλίσω με επιχειρήματα που έχουν αναπτύξει άλλοι, πιθανόν ειδήμονες… Αντί αυτού, θα μοιραστώ μαζί σου λίγες σκέψεις σχετικά με τα δύο πλέον αγαπημένα μου άλμπουμ από την πλούσια, αλήθεια δισκογραφία του.

Για το πρώτο, θαρρώ, θα συμφωνήσουν, αν όχι όλοι, σίγουρα οι περισσότεροι φίλοι της μουσικής του: είναι, φυσικά, το «Rise and fall of Ziggy Stardust and the Spiders from Mars».



Το συγκεκριμένο LP, όλα αυτά τα χρόνια βρίσκεται σταθερά στις υψηλότερες θέσεις με τους κορυφαίους δίσκους όλων των εποχών! Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που μπορεί να υποστηριχθεί πως δεν περισσεύει κανένα κομμάτι. Ο φίλος μας στοίβαξε σε ένα δίσκο βινυλίου δέκα δικά του τραγούδια-συν μία διασκευή, το «It aint easy»- όπου το καθένα είναι ένα ξέχωρο σύμπαν, μια διαφορετική ηχητική τάση! Μάλιστα, τολμώ να υποστηρίξω πως με το «Hang on to yourself» προμαντεύει το punk των Ramones και των υπόλοιπων …καλόπαιδων, ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού! Με το εναρκτήριο «Five years» ένοιωσα τόση συγκίνηση, όση και όταν πρωτοάκουσα το «Innuendo» των Queen και το «Is there anybody out there» των Pink Floyd… Το σχεδόν ομώνυμο του άλμπουμ «Ziggy Stardust» περιλαμβάνει ένα από τα χαρακτηριστικότερα και ευφυέστερα κιθαριστικά ριφ όλων των εποχών. Υπεύθυνος γι αυτό ήταν ο, εδώ και είκοσι, περίπου, χρόνια εκλιπών, ευφυής κιθαρίστας Mick Ronson, ο οποίος εκτός από κιθάρα παίζει στο δίσκο και πιάνο και, βέβαια, συνυπογράφει τις πρωτότυπες και ευφάνταστες ενορχηστρώσεις. Το άλμπουμ κλείνει με την πιο ταιριαστή, κατά τη γνώμη μου, κατακλείδα: το «Rock and Roll Suicide» και λόγω τίτλου και λόγω θέματος στιχων αλλά βέβαια και λόγω της σπαρακτικά δραματικής κλιμακούμενης κορύφωσης με την μπάντα συνεπικουρούμενη από τα έγχορδα! Απλά μαγεία!!!

                                "Five Years"

                                "Rock and Roll suicide"  

Οκτώ χρόνια μετά το «Rise and Fall…», ο David, στα 1980, παρουσιάζει ένα δίσκο που έμελλε να είναι ο τελευταίος αποδεκτός από τους δισκοκριτικούς για πολλά χρόνια: Ήταν το «Scary Monsters (and super creeps)».



 Όπως είχε τονίσει ο φίλος Αντρέας, ακόμα και σήμερα ο ήχος του  συγκεκριμένου δίσκου, ακόμα και σήμερα, έχει φρεσκάδα αξιοζήλευτη! Από την εφηβεία μου ήμουν εξοικειωμένος με το hit single «Ashes to Ashes» που συνοδεύεται από το εντυπωσιακό video clip με τον David μασκαρεμένο Πιερότο! Το δίσκο τον απέκτησα στα φοιτητικά μου χρόνια και η πρώτη ακρόαση ήταν μια δύσκολη, αλλά συναρπαστική υπόθεση. Ο φίλος μας ήταν στα 33, στις αρχές της ίσως πιο άχαρης δεκαετίας της ζωής ενός ανθρώπου-τάδε έφη Τέο! Αναμενόμενα, λοιπόν, το μεγαλύτερο μέρος της θεματικής κατέχει η ενδοσκόπηση-εν είδη ψυχανάλυσης-με στόχο το κλείσιμο «εκκρεμοτήτων» με το παρελθόν που, φυσικά δεν είναι και τόσο μακρινό… Το εναρκτήριο, λοιπόν, «Its no Game Pt.1» με το αγχωτικό και κάπως..δυσοίωνο κιθαριστικό ριφ του Carlos Alomar, μας βάζει για τα καλά στο κλίμα. Τρίτο στη σειρά βρίσκεται το πρώτο κομμάτι-κορύφωση: το ομώνυμο του άλμπουμ! Εδώ ο Bowie «έγραψε» επιλέγοντας για σόλο κιθάρα το σπουδαίο Robert Fripp των King Crimson. Ο τελευταίος με τα σόλο του δημιουργεί μια κλειστοφοβική και, ταυτόχρονα, ελαφρώς «εκτός ισορροπίας» ατμόσφαιρα.

Το πολύ εντυπωσιακό με τούτο το δίσκο είναι ότι ο Bowie αναμοχλεύει παλαιά θέματα με μουσική ένδυση νεωτερίστικη και, θεωρώ, σε συνάφεια με το, τότε, «ηχητικό» παρόν. Άλλωστε επιλέγει να διασκευάσει ένα τραγούδι («Kingdom Come») του Tom Verlaine, ενός εκ των εκπροσώπων του Νέου Κύματος (sic). Ακόμα σε ένα τραγούδι συμμετέχει η «παλιοσειρά» ο Pete Townsend (Who). Τελικά, ο δίσκος κλείνει γαλήνια με τον David «ανακουφισμένο σαν να έχει ολοκληρώσει επιτυχημένα ψυχανάλυση» ( αυτά ήταν στο περίπου τα λόγια του σπουδαίου μουσικοσυντάκτη Γιάννη Μαλαθρώνα σε παλαιότερο κείμενο με θέμα τον Bowie στο Ποπ και Ροκ).


Αυτά είχα να πω σχετικά αγαπητή/αγαπητέ!

                                "Ashes to Ashes"

                                "It's no game pt. 2"    

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Νέο-παραδοσιακοί ανανεωτές

Για τη σύνταξη της συγκεκριμένης ανάρτησης, δεν χρειάστηκε να συντρέξει κάποιος λόγος σχετικός με την επικαιρότητα. Απλά αφορμή στάθηκε ότι μετά από κάποια χρόνια ξανά-ήρθα σε επαφή με τα τραγούδια των Townes Van Zandt και Gram Parsons.

Οι δυο ως άνω κύριοι κατέχουν ιδιαίτερη θέση στην αμερικανική λαϊκή μουσική κι αυτό διότι στο γύρισμα από τη δεκαετία του ’60, σε εκείνη του ’70, κατόρθωσαν να την ανανεώσουν δραστικά και να την αναμορφώσουν με τέτοιο τρόπο δίνοντάς της νέα πνοή. Μέχρι τότε η country ήταν στενά προσκολλημένη σε ασφυκτικά στεγανά. Θεωρούταν, μάλιστα, ως η μουσική των ακραίων συντηρητικών ρεπουμπλικανών και, ως τέτοια θεωρείται ακόμη και σήμερα από πολύ κόσμο εκτός Ηνωμένων Πολιτειών.

Gram Parsons

Ο Gram Parsons, «τόλμησε» να ανακατέψει το χίπικο ροκ των 60s με παραδοσιακότροπες φόρμες, αρχικά ως μέλος των Byrds και κατόπιν με τους δύο προσωπικούς δίσκους του «GP» και «Grievous Angel». Όλα αυτά, στην προσπάθειά του να δημιουργήσει αυτό που εκείνος αποκαλούσε «American Cosmic Music». Όσο ζούσε, δεν βρήκε την ανάλογη εμπορική αποδοχή και τελικά έχασε τη ζωή του παίρνοντας υπερβολική δόση στην περιοχή The Joshua Tree της California. Όμως, εδώ και αρκετά χρόνια έχει αναγνωριστεί, ως ένας από τους επιδραστικότερους καλλιτέχνες.

Townes Van Zandt

Ο Townes Van Zandt, από την άλλη, έζησε αρκετά, ώστε να μας χαρίσει περισσότερα από τα όμορφα τραγούδια του, μέχρι την 1η Γενάρη του 1997, οπότε και πήρε μεταγραφή στην περίφημη μπάντα του Παραδείσου… Ήταν σημαντικός για αρκετούς λόγους: πρώτα, μπόλιασε την αμερικανική folk με στοιχεία της soul και pop, δημιουργώντας άσματα εξαιρετικής ομορφιάς. Ακόμα οι στίχοι των τραγουδιών του έφταναν στο επίπεδο της ποίησης, όπως, ακριβώς, συνέβαινε και με τις μπαλάντες του Bob Dylan. Τέλος, προσωπικά, τον θεωρώ κορυφαίο, χάρη στη ζεστή και βελούδινη φωνή με την οποία αφηγούταν τις μελοποιημένες ιστορίες του! Σε περίπτωση που θελήσεις να την «ψάξεις» μαζί του, μπορείς κάλλιστα να ξεκινήσεις με το ντεμπούτο του πίσω στα 1968 «For the sake of the song».

Το κυριότερο αποδεικτικό στοιχείο της αξίας των δύο φίλων μας, είναι ακριβώς οι μουσικοί που ακολούθησαν. Τη δεκαετία του ’80 ήταν ο σπουδαίος Steve Earle, στα 90s οι πολύ αγαπητή και στη χώρα μας Lambchop του Kurt Wagner. Ακόμα «εναλλακτικά» σχήματα σαν τους Giant Sand του, ακόμα, δραστήριου Howe Gelb.

Ακόμη και σήμερα, εξακολουθούν να εμφανίζονται αγόρια και κορίτσια που με όπλο την εξάχορδη ή/και δωδεκάχορδη κιθάρα τους, μοιράζονται μαζί μας ό,τι έχουν να πουν, άλλοτε ακολουθώντας την πεπατημένη και άλλοτε, χαράζοντας το δικό τους, πολλές φορές, συναρπαστικό δρόμο!

Υ.Γ. Έμπνευση για το κείμενο αποτέλεσε το άρθρο που συνέταξε το 1998 ο Νίκος Μποζινάκης, για λογαριασμό του αλησμόνητου Ποπ και Ροκ. Τον ευχαριστώ!